- αψιδωτός
- η , ό[ν]1) сводчатый, выгнутый, дугообразный; 2) имеющий свод, арку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αψιδωτός — ή, ό (AM ἁψιδωτός, ή, ό) [αψιδώ ( ώνω)] κυρτωμένος σε σχήμα αψίδας αρχ. (για τροχούς) αυτός που έχει στεφάνη … Dictionary of Greek
αψιδωτός — ή, ό θολωτός, καμαρωτός: Η πρόσοψη του σπιτιού ήταν αψιδωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ABSIDA vel APSIDA — ABSIDA, vel APSIDA Graec. Α᾿ψὶς, fornicis curvatura. Glossar. Graec. et Lat. ἀψὶς, forfex, arcus, fornix. Per p scribitur, apud Hieron. l. 2 in Ep. ad Ephes. In summo caeli fornice, et ut ipso verhô utar, abside, etc. quod Graeco magis conveniens … Hofmann J. Lexicon universale
έγκυρτος — ἔγκυρτος, ον (Α) αψιδωτός, καμπυλόσχημος … Dictionary of Greek
ειληματικός — εἰληματικός, ή, όν (Μ) αψιδωτός, θολωτός … Dictionary of Greek
ειλητόν — το (AM εἰλητός, ή, όν) μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εἰλητόν το ύφασμα που τοποθετεί ο λειτουργός στην Αγία Τράπεζα για την τέλεση τής Θείας Ευχαριστίας μσν. θολωτός, αψιδωτός αρχ. περιτυλιγμένος … Dictionary of Greek
θολωτός — ή, ό (ΑΜ θολωτός, ή, όν) [θόλος] 1. αυτός που έχει θόλο 2. θολοειδής, αψιδωτός … Dictionary of Greek
καμαροειδής — ές (AM καμαροειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + ειδής*] … Dictionary of Greek
καμαρωτός — ή, ό (AM καμαρωτός, ή, όν, Α και καμαρωτός, όν) [καμαρώ] αυτός που έχει καμάρα ή αυτός που έχει κατασκευαστεί σαν καμάρα, αψιδωτός, θολωτός, τοξοειδής («ψαλιδώμασι καμαρωτοῑς ἐπὶ πεττῶν ἱδρυμένοις», Στράβ.) νεοελλ. 1. υπερήφανος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κεκαμαρωμένος — κεκαμαρωμένος, η, ον (Α) καμαρωτός, αψιδωτός («κεκαμαρωμένοι οἶκοι», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. τού καμαρῶ «κατασκευάζω κάτι με καμάρες, με θόλους»] … Dictionary of Greek
κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… … Dictionary of Greek